-
1 опоздать
опоздать, опаздывать αργώ, καθυστερώ· я \опоздатьл на пять минут άργησα πέντε λεπτά· я не \опоздатьл δεν άργησα· я \опоздатьл на поезд δεν πρόλαβα το τρένο; не опаздывай μην αργήσεις* * *= опаздыватьαργώ, καθυστερώя опозда́л на пять мину́т — άργησα πέντε λεπτά
я не опозда́л — δεν άργησα
я опозда́л на по́езд — δεν πρόλαβα το τρένο
не опа́здывай — μην αργήσεις
См. также в других словарях:
προλαβαίνω — πρόλαβα, προφταίνω, προκάνω, φτάνω ή ενεργώ έγκαιρα, πριν συμβεί κάτι: Δεν προλάβαμε το τρένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)